- αντρομοίρι
- το-ιού, μερίδιο χήρας από την περιουσία του άντρα της: Ο κουνιάδος της προσπαθούσε να της φάει τ' αντρομοίρι της.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.